- ᾉδοφοίτης
- Ἁιδοφοίτης, ου, ὁ, =A frequenting Hades, Ar.Fr.149.4,6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αδοφοίτης — ἀδοφοίτης, ο (Α) αυτός που επισκέφθηκε τον άδη, τον κάτω κόσμο (πρβλ. ᾁδοβάτης). [ΕΤΥΜΟΛ. < ᾃδης + φοιτῶ] … Dictionary of Greek
αϊδοφοίτης — ἁιδοφοίτης και ᾁδοφοίτης, ο (Α) αυτός που «φοιτά», που συ χνάζει στον Άδη λεγεται για πρόσωπο κάτισχνα, που είναι σαν να ζουν στο οριακό σημείο μεταξύ ζωής και θανάτου η λ. στον Ησύχιο: «ἁιδοφοῑται οἱ λεπτοὶ καὶ ἰσχνοὶ καὶ ἐγγὺς θάνατοι ὄντες».… … Dictionary of Greek